Με εγκύκλιό του το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων παρέχει διευκρινίσεις επί των άρθρων 91-95 του ν. 4808/2021 (Α΄ 101), αναφορικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να ασκείται νόμιμα το δικαίωμα της απεργίας, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα και στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας.

Οι προϋποθέσεις διαμορφώνονται, ως ακολούθως:

Α) Υποχρέωση γνωστοποίησης απεργίας και στάσεων εργασίας

Με το άρθρο 91 του ν. 4808/2021 τροποποιήθηκε το ΔΙΚΑΙΩΜΑ ως προς τον τρόπο γνωστοποίησης της απεργίας, συμπεριλαμβανομένων των ολιγόωρων στάσεων εργασίας, στον εργοδότη ή την συνδικαλιστική του οργάνωση, είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες πριν την πραγματοποίησή της.

Πιο συγκεκριμένα, η προειδοποίηση γίνεται πλέον μόνο εγγράφως και επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες που αφορά. Στο περιεχόμενό της πρέπει να περιλαμβάνονται η ημέρα και η ώρα έναρξης, η διάρκεια της απεργίας, η μορφή αυτής, τα αιτήματα της απεργίας και οι λόγοι που τα θεμελιώνουν. Σημαντικό να τονιστεί ότι η απεργία δεν μπορεί να αφορά αιτήματα διάφορα από εκείνα που γνωστοποιήθηκαν.

Β) Υποχρέωση διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου

Με το άρθρο 94 του ν. 4808/2021 αντικαταστάθηκε το άρθρο 3 του ν. 2224/1994 σχετικά με τη διαδικασία διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου ενώπιον του Ο.ΜΕ.Δ., η οποία πλέον καθίσταται υποχρεωτική και για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ν.π.δ.δ.

Ειδικότερα προβλέπονται τα εξής:

Οι αρμόδιες συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν την απεργία (ή την ολιγόωρη στάση εργασίας), υποχρεούνται πριν την πραγματοποίησή της να καταθέσουν ενώπιον του Ο.ΜΕ.Δ. αίτηση διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου για τα αιτήματα της απεργίας. Την ανωτέρω αίτηση μαζί με κατάλληλη πρόσκληση σε συνάντηση ανάδειξης μεσολαβητή στον τόπο, ημέρα και ώρα που ορίζει ο Ο.ΜΕ.Δ., οφείλουν να μεριμνήσουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ώστε να επιδοθούν με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες και στα αρμόδια Υπουργεία.

Η επίδοση πρέπει να γίνει το αργότερο συγχρόνως με τις επιδόσεις γνωστοποίησης των αιτημάτων κήρυξης της απεργίας ή της στάσης εργασίας.

Σε περίπτωση που δεν εμφανισθούν αμφότερα τα μέρη στον τόπο και χρόνο που ορίζει η πρόσκληση, ο Ο.ΜΕ.Δ. κηρύσσει άκαρπο τον δημόσιο διάλογο. Εάν τα μέρη εμφανισθούν, ο μεσολαβητής που αναλαμβάνει να διευθύνει τον δημόσιο διάλογο, σύμφωνα με την σχετική συμφωνία των μερών, προσπαθεί να τον ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατόν.

Μετά την έναρξη των συζητήσεων, αν η μία από τις πλευρές αποχωρήσει από τον δημόσιο διάλογο ή η προσέγγιση των απόψεων δεν επιτευχθεί εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών, η μεσολάβηση θεωρείται ότι έληξε και ο μεσολαβητής έχει δικαίωμα να υποβάλλει στα μέρη έκθεση για τα αιτήματα της απεργίας, με βάση τις απόψεις των μερών και τη σχετική τεκμηρίωση.

Όσο διαρκεί ο δημόσιος διάλογος, η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας αναστέλλεται στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας και απαγορεύεται η άσκηση αγωγής ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων για θέματα σχετικά με την συγκεκριμένη απεργία.

Γ) Υποχρέωση διάθεσης Προσωπικού Ασφαλείας και Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας.

Με το άρθρο 95 αντικαταστάθηκε το άρθρο 21 του ν. 1264/1982 σχετικά με την υποχρέωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει απεργία να διαθέτει προσωπικό ασφαλείας, και ισχύουν τα ακόλουθα:

Ορίζεται ότι οποιαδήποτε συνδικαλιστική οργάνωση κηρύσσει απεργία, έχει υποχρέωση να διαθέτει κατά τη διάρκειά της το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων (Προσωπικό Ασφαλείας).

Εισάγεται η έννοια του Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας και ορίζεται ότι πρέπει να διατίθεται στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, πέραν του Προσωπικού Ασφαλείας, για την αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας. Ειδικότερα, οι στοιχειώδεις ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας.

Σημειώνεται ότι για τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, οι οποίες δεν καλύπτουν ανάγκες που είναι ζωτικές για το κοινωνικό σύνολο, δεν υφίσταται υποχρέωση παροχής Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας. Η συνδικαλιστική οργάνωση που κήρυξε την απεργία γνωστοποιεί εγγράφως στον εργοδότη, με έγγραφο που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή πριν από την έναρξη της απεργίας, τα ονόματα των εργαζομένων που θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως Προσωπικό Ασφαλείας και, αν απαιτείται, ως Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας.

Επίσης, με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης, το διατιθέμενο προσωπικό, όπως ορίσθηκε και στις δύο περιπτώσεις, παρέχει τις υπηρεσίες του υπό τις οδηγίες του εργοδότη, προς εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους διατίθεται.

Περαιτέρω, στις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, πέραν του προσωπικού, με την ίδια συμφωνία είναι δυνατό να καθορίζονται οι συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, τις οποίες πρέπει να καλύπτει ο εργοδότης σε περίπτωση απεργίας, όπως και οι συνέπειες από την παραβίαση της συμφωνίας. Κριτήρια για τα θέματα αυτά αποτελούν το είδος και η κοινωνική κρισιμότητα των υπηρεσιών και αγαθών που παρέχει η επιχείρηση, καθώς και η ανάγκη διασφάλισης της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας.

Η ανωτέρω ειδική συμφωνία, καταρτίζεται με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και σε περίπτωση μη καταγγελίας ή τροποποίησής της, ισχύει και για τα επόμενα ημερολογιακά έτη.

Πάντως, δεν επιτρέπεται η κήρυξη απεργίας χωρίς να έχει προηγουμένως καθοριστεί το Προσωπικό Ασφαλείας και, όπου απαιτείται, το Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας ή χωρίς να τεθεί πραγματικά στη διάθεση του εργοδότη το συγκεκριμένο προσωπικό με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία, το οποίο υπόκειται στο διευθυντικό του δικαίωμα.

Επιπρόσθετα, τα ανωτέρω ζητήματα μπορούν να ρυθμίζονται και με συλλογικές συμβάσεις εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του δημόσιου ή μη χαρακτήρα τους και του χαρακτηρισμού τους ή μη ως κοινής ωφέλειας.

Δ) Υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος στην εργασία

Με το άρθρο 93 του ν. 4808/2021, εισάγεται νέα υποχρέωση για όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν απεργία, σε σχέση με τους εργαζόμενους που δεν συμμετέχουν στην απεργία.

Πιο συγκεκριμένα, η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει απεργία υποχρεούται να προστατεύει το δικαίωμα των εργαζομένων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην απεργία, ώστε να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτήν χωρίς εμπόδιο και ιδίως χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους από οποιονδήποτε.

Εάν παραβιαστεί η ανωτέρω υποχρέωση, η απεργία μπορεί να διακοπεί με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου.

Στην περίπτωση αυτή, για την κήρυξη νέας απεργίας απαιτείται η τήρηση όλων των διατυπώσεων και της προθεσμίας του ν. 1264/1982.

Επιπρόσθετα, προβλέπεται ότι υπαίτια παραβίαση της ανωτέρω υποχρέωσης γεννά αστική ευθύνη της αρμόδιας συνδικαλιστικής οργάνωσης και των υπαίτιων μελών του διοικητικού της συμβουλίου.

Επισημαίνεται ότι, όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος της απεργίας, βάσει του ν. 4808/2021, καθίστανται υποχρεωτικές προκειμένου η απεργία να είναι νόμιμη.

Τέλος να σημειωθεί ότι εάν απεργία ή στάση εργασίας που έχει κηρυχθεί από πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, κριθεί παράνομη, δεν επιτρέπεται, μετά την έκδοση της απόφασης, η κήρυξη απεργίας κατά του ίδιου εργοδότη και με ίδια ημερομηνία έναρξης από την αντίστοιχη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση.

πηγή: https://www.andreasmichailos.gr/news/pote-einai-nomime-mia-apergia